αρίδα

αρίδα
η (AM ἀρίς, -ίδος)
1. το τρυπάνι
2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο)
μσν.- νεοελλ.
η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού
νεοελλ.
1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα
2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» — ξαπλώνω αναπαυτικά ή δεν έχω καμιά φροντίδα, δεν με νοιάζει για τίποτε
3. παροιμ. α) «μην τηράς την αρίδα μου τη στραβή, τήρα τη γνώμη μου την ίσια» — πρόσεξε την ορθότητα των λόγων μου χωρίς να επηρεάζεσαι από την άσχημη εξωτερική μου εμφάνιση
β) «μην κοιτάς τη στραβή μου την αρίδα κοίτα την ίσια μου τη μοίρα» (για άσχημη που καλοπαντρεύτηκε)
μσν.
αποκλεισμένος χώρος
αρχ.
είδη φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. αρίς απαντά ήδη στους αρχαίους συγγραφείς ως τεχνικός όρος. Στον Ιπποκράτη σημαίνει το τρυπάνι του τεχνίτη, ενώ οι μεταγενέστεροι του Ιπποκράτη ιατροί χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν το χειρουργικό τρυπάνι. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η σημασία της λ. ως «ρίγα, χάρακας μαραγκού» δόθηκε πιθ. λόγω της φαινομενικής συγγένειας του τ. με τη λ. αράδα, που σημαίνει «χαραγμένη ή νοητή ευθεία γραμμή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρίδα — η 1. εργαλείο για να ανοίγουν οι μαραγκοί τρύπες, τρυπάνι. 2. (ειρωνικά), τα πόδια: Πολύ τις άπλωσες τις αρίδες σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρίδα — ἀρίς bow drill fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίκλα — η κνήμη, σκέλος, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντικλήνι( ον) < αρχ. αντικνήμιον «το πρόσθιο μέρος της κνήμης». Ο τ. αντικλήνι( ον) με ανομοίωση αντί αντικνή(μ)νιον. Η κατάληξη νι με απλοποίηση του μνι σε νι κατά τα πολλά ουδ. σε νι, νια] …   Dictionary of Greek

  • απλώνω — (AM ἁπλῶ, όω) [απλούς ( όος)] αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω νεοελλ. Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν II. φρ. 1. «απλώνω την αρίδα μου» επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως 2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» σηκώνω το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • αρίδι — το [αρίδα] μικρό τρυπάνι …   Dictionary of Greek

  • αρίς — Όρμος της χερσονήσου του Σινά, σε απόσταση περίπου 120 χλμ. από το Πορτ Σάιντ. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη Ρινοκόλουρα που ονομάστηκε έτσι επειδή πολλοί κάτοικοί της είχαν κομμένες τις μύτες για διάφορα αδικήματα. Το 219 π.Χ. εκεί έγινε η μάχη… …   Dictionary of Greek

  • ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… …   Dictionary of Greek

  • περητήριον — τὸ, Α τρυπάνι, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. διαβα τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • ματικάπι — το ιού, το τρυπάνι, η αρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρίδαλος — clear. distinct masc/fem nom sg ἀρίδᾱλος , ἀρίδηλος clear. distinct masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”